ἀλλοκοτία

ἀλλοκοτία
ἀλλοκοτίᾱ , ἀλλοκοτία
absurdity
fem nom/voc/acc dual
ἀλλοκοτίᾱ , ἀλλοκοτία
absurdity
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλλοκοτιά — η (Α ἀλλοκοτία) [ἀλλόκοτος] παραδοξότητα, ιδιορρυθμία, ιδιοτροπία νεοελλ. 1. παραδοξολογία 2. παραλογισμός, εξωφρενικότητα …   Dictionary of Greek

  • αλλοκοτιά — η ιδιοτροπία, παραξενιά: Τι αλλοκοτιά είναι αυτή η δική σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλλοκοτίαν — ἀλλοκοτίᾱν , ἀλλοκοτία absurdity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλόκοτος — η, ο (Α ἀλλόκοτος, ον) ο ασυνήθιστος στη μορφή ή τη φύση, παράδοξος, τερατώδης αρχ. φρ. «ἀλλόκοτον ὄνομα», παράδοξη, ασυνήθιστη λέξη «ἀλλόκοτον πράγμα», δυσάρεστο, σκληρό, φοβερό πράγμα, φοβερή υπόθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + κότος «οργή, έχθρα,… …   Dictionary of Greek

  • καινοφανής — ές (Μ καινοφανής, ές) αυτός που εμφανίζεται πρόσφατα ή για πρώτη φορά, νεοφανής, πρωτοφανής, πρωτότυπος («καινοφανής αστέρας») νεοελλ. 1. μτφ. πρωτάκουστος, ανήκουστος, παράδοξος, αλλόκοτος 2. το ουδ. ως ουσ. το καινοφανές το ασυνήθιστο, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”